κοκκινοκέφαλος

κοκκινοκέφαλος
κοκκινοκέφαλος, -η, -ο(ν) (Μ)
αυτός που το δέρμα τού κεφαλιού του έχει κόκκινο χρώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κιζιλμπασήδες — Φυλή ακαθόριστης καταγωγής, που ζει στην Τουρκία (Άγκυρα, Ικόνιο και Σεβάστεια). Η ονομασία τους προέρχεται από την τουρκική λέξη κιζιλμπάς, που σημαίνει κοκκινοκέφαλος. Οι Τούρκοι τη θεωρούν κατώτερη φυλή, ενώ υποθέτουν ότι έχει περσικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”